χαμηλόστεγος

χαμηλόστεγος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαμηλή στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + -στεγος (< στέγη), πρβλ. ομό-στεγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαμηλόστεγος — η, ο αυτός που έχει χαμηλή στέγη, χαμηλοτάβανος: Το διαμέρισμα αυτό είναι χαμηλόστεγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμηλοτάβανος — η, ο χαμηλόστεγος, αυτός που έχει χαμηλό ταβάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”